Του Σάββα Ζαννούπα
Το Σάββατο το βράδυ ήταν ο τελικός του Champions League.
Αντίπαλες ομάδες η Paris Saint-Germain v Inter Milan. Η αλήθεια είναι ότι στις χώρες τους, Γαλλία και Ιταλία αντίστοιχα, υποστηρίζω άλλες ομάδες (Marseille και Parma). Και βεβαίως βεβαίως, σε κάθε αγώνα, έστω και εάν δεν παίζει η ομάδα που υποστηρίζω, θα πρέπει να κάνω την επιλογή μου. Και κατά κανόνα, σε αυτές τις περιπτώσεις επιλέγω τον πιο αδύνατο.
Από τη μία η ομάδα της Ιταλίας. Η ομάδα των μεταναστών και των γερασμένων παλληκαριών. Η ομάδα που χωρίς να προσφέρει θέαμα κατάφερε με τον τρόπο της να βρεθεί στον τελικό.
Από την άλλη η ομάδα της Γαλλίας. Η ομάδα της συντηρητικής Δεξιάς. Η ομάδα η οποία χτίστηκε με τα πετροδόλαρα των Αράβων. Η ομάδα η οποία επειδή έχει το χρήμα, μπορεί να αγοράσει όποιον παίχτη θέλει. Ακόμα και εάν αυτός δεν επιθυμεί να αποτελέσει μέρος του ρόστερ της. Αλήθεια, ποιος ξεχνά όταν το καλοκαίρι του 2017 ξέρασε € 222 εκατομμύρια για να αγοράσει το Neymar από την Barcelona; Και το ίδιο καλοκαίρι ξέρασε άλλα € 180 εκατομμύρια για να αγοράσει ένα παιδί 18 μόλις χρόνων (Mbappe);
Και γιατί όλα αυτά; Για να κατακτήσει λέει το Champions League.
Και τι κατάφερε αυτά τα χρόνια που σπατάλησε δισεκατομμύρια Ευρώ; Να πετύχει όλη κι όλη μια παρουσία σε τελικό το 2020, αποτυγχάνοντας να το κερδίσει προς χαράν όλων των υγιώς σκεπτόμενων ποδοσφαιρόφιλων.
Με αυτά υπόψιν, και όντας φανατικός Μαρσεγέζος (οπαδός της Marseille – γνωστή η κόντρα Marseille v Pari λόγω των πολιτικών τους διαφορών), λογικά δε θα υπήρχε δίλημμα.
Και όμως. Δίλημμα δεν υπήρχε. Υποστήριζα την Pari. Και ο λόγος δεν ήταν άλλος από τον προπονητή της. Τον Louis Enrique. Ναι, αυτός ο άνθρωπος που μέσα από το προσωπικό του δράμα (έχασε την κόρη του με καρκίνο το 2019 σε ηλικία 9 ετών) έχτισε μια ομάδα που δε βασιζόταν στους πανάκριβους παίχτες και τα αστέρια. Έκτισε μια ομάδα η οποία έπαιζε ως σύνολο. Μια ομάδα, που κατάφερε να διώξει από πάνω της τη ρετσίνα της ομάδας των λεφτάδων.
Και ξαφνικά, αυτή η αντιπαθητική ομάδα, έγινε η ομάδα που υποστήριζα στον τελικό. Και ας είμαι Μαρσεγέζος.
Kαι ο αγώνας; Ποιος αγώνας; Ο αγώνας ήταν παράσταση για ένα ρόλο. Αλλά ποιος ασχολείται με τον αγώνα. Ο αγώνας έχει σημασία; Μια κούππα; Η πρώτη λένε στην Pari. Και τα κατάφεραν. Ε και;
Όχι. Όποιος δεν είδε το τέλος του αγώνα και τις αντιδράσεις των πρωταγωνιστών του, επιβάλλεται να ξαναδεί τα τελευταία λεπτά.
Υπάρχουν αλλαγές στον αγώνα. Ο διαιτητής θα πρέπει να προσθέσει χρόνο καθυστερήσεων. Υποχρεωτικά. Όχι. Δεν το πράττει. Ούτε δευτερόλεπτο. Εδώ διακυβεύονται κάποια πράγματα πολύ μεγαλύτερα από την επιτυχία της Pari. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου. Του Louis Enrique. Ή μήπως δεν είναι μόνο αυτού;
Φτάνουμε στο 89 λεπτό. Η camera πάει στο βοηθό του Louis Enrique. Το Rafael Pol. Δακρύζει. Μας φαίνεται άγνωστος ο λόγος. Δε ξέρουμε και όλα τα προσωπικά των πρωταγωνιστών. Κάτι τον απασχολεί. Όχι. Δεν είναι η νίκη της ομάδας του. Κάτι άλλο σκέφτεται. Κάπου το μυαλό του ταξιδεύει. Όχι. Δεν είναι το ποδόσφαιρο. Είναι κάτι πιο σημαντικό για τον ίδιο. Θα το μάθουμε την επόμενη μέρα. Η σκέψη του ταξιδεύει στη γυναίκα του που έχασε πριν από 6 μήνες.
Και φτάνουμε στο 90. Ο διαιτητής σφυρίζει τη λήξη. Η camera πάει στο Louis Enrique. Τον ακολουθεί. Όλοι κάτι περιμένουν. Πάει στην κερκίδα. Κάποιος του δίνει μια σακούλα με μια φανέλα μέσα. Ο σκηνοθέτης τον ακολουθεί. Και ξανά και ξανά και ξανά. Όχι. Δε βιάζεται. Ο άνθρωπος είναι πλήρως συνειδητοποιημένος. Προέχει να χαρούν οι παίχτες του. Η δική του χαρά μπορεί να περιμένει. Να περιμένει.
Και μετά από λίγο ανοίγει τη σακούλα και βγάζει τη φανέλα. Ο σκηνοθέτης εξακολουθεί να τον κυνηγά. Τι άραγε να γράφει πάνω στη φανέλα; Η στιγμή φτάνει. Ο Louis Enrique ψύχραιμα βγάζει τη φανέλα που φορεί και βάζει αυτή που κρατούσε στο χέρι.
Ναι. Η φανέλα σε μαύρο χρώμα, απεικονίζει την κόρη του να τοποθετεί μια σημαία της Pari στο κέντρο του γηπέδου. Όπως ακριβώς είχε πράξει το 2015 όταν ο πατέρας της κατακτούσε την κούπα του Champions League με την Barcelona.

Και η Pari; Ποια Pari; Ποιος ασχολείται με την Pari; Εδώ δυο άνθρωποι μέσα από το δικό τους δράμα αναγέννησαν μιαν ομάδα η οποία δε βασιζόταν πλέον στους ακριβούς ποδοσφαιριστές και στις βεντέτες. Βασιζόταν στη σωστή δουλειά και στην επιθυμία των δημιουργών της (Enrique και Pol) να αναγεννήσουν και να αναγεννηθούν μέσα από το δικό τους δύσκολο δρόμο.
Και εν κατακλείδι, αυτή ήταν η πεμπτουσία του χτεσινού τελικού. Ότι ο άνθρωπος μέσα από τις δυσκολίες και τις κακοτοπιές που του επιφυλάσσει η σκληρότητα της ζωής, μπορεί να αναγεννηθεί και να πετύχει. Ξανά και ξανά και ξανά.

Αυτό μας δίδαξαν χτες ο Enrique και ο Pol.
Και η Pari; Ποιος ασχολείται με την Pari; Το Σάββατο το βράδυ κέρδισε η ελπίδα. Αυτή που σιγοβράζει μέσα μας για έναν κόσμο καλύτερο από αυτόν που βρήκαμε.
Τι άλλο να πεις. Μια βαθιά υπόκλιση σε αυτούς που μας ξανάβαλαν τη σπίθα …
Σ. Ζαννούπας
01-06-2025